Η αύξηση του κατώτατου μισθού, που είχε ήδη προαναγγελθεί από την κυβέρνηση και η οποία είχε συμφωνηθεί με τους Θεσμούς, ήταν αναμενόμενη και εν πολλοίς αναγκαία για την οικονομία μας γιατί κινείται προς την κατεύθυνση της αύξησης του εισοδήματος, της τόνωσης της κατανάλωσης και της ενίσχυσης της ζήτησης.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της Κυβέρνησης να υιοθετήσει το ανώτατο όριο του ποσοστού αύξησης που πρότεινε η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό, αφού δεν συνοδεύεται με παράλληλες ενέργειες υποστήριξης για όπως μέτρα μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και των φορολογικών επιβαρύνσεων, τόσο των εργαζομένων, όσο και των εργοδοτών.
Ο ΣΘΕΒ πάντοτε αποτιμούσε με θετικό τρόπο την αύξηση του κατώτατου μισθού, υπό δύο όμως προϋποθέσεις:
- Πρώτον, η αύξηση να είναι σταδιακή και να ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας και της αγοράς.
- Δεύτερον, να είναι σε θέση οι υγιείς επιχειρήσεις να την αντιμετωπίσουν, με μία αντίστοιχη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, κάτι το οποίο κατ’ επανάληψη έχουμε επισημάνει και είναι πάγια άποψη μας.
Εντούτοις οι προτάσεις του ΣΘΕΒ δεν εισακούστηκαν ποτέ καθώς ουδέποτε πραγματοποιήθηκε ουσιαστικός και γόνιμος διάλογος με όλους τους κοινωνικούς εταίρους.
Χωρίς την μείωση των εργοδοτικών εισφορών, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την εργασιακή δουλεία, θα προκαλέσει πρόβλημα στις υγιείς και νόμιμες επιχειρήσεις και θα γιγαντώσει την παράνομη εργασία με συνέπεια την αύξηση της αδήλωτης εργασίας και την καταστρατήγηση των εργασιακών σχέσεων, καταλήγει ο πρόεδρος του ΣΘΕΒ κ. Αχιλλέας Νταβέλης.