Σαν Εργατικό Κέντρο το είχαμε πει ότι η νέα Κυβέρνηση από την αρχή έδειξε το δρόμο που θα ακολουθήσει σε θέματα που αφορούν το χώρο της εργασίας.
Από την αρχή έδειξε ότι ο Σ.Ε.Β. θα είναι αυτός που θα δίνει εντολές και η Κυβέρνηση θα νομοθετεί και θα περνάει τροπολογίες που θα είναι συμβατές απέναντι στα συμφέροντά τους και εχθρικές απέναντι στα συμφέροντα των εργαζομένων.
Μετά την ψήφιση των τροπολογιών για την κατάργηση του βάσιμου λόγου της απόλυσης εργαζομένων αλλά και την συνυπευθυνότητα εργολάβου και υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων, καταθέτει τώρα προς διαβούλευση και ψήφιση ένα «Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο» που περιλαμβάνει ένα πλήθος διατάξεων που πλήττουν βάναυσα τον πυρήνα του συλλογικού και ατομικού εργατικού δικαίου καθώς και βασικά ζητήματα της συνδικαλιστικής δράσης.
Συγκεκριμένα:
Με τη νέα παράγραφο 8 που προστέθηκε στο άρθρο 3 του ν.1876/1990 προβλέπεται ότι οι εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές ΣΣΕ είναι δυνατόν να θεσπίσουν ειδικούς όρους ή να εξαιρούν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων, τους εργαζομένους που απασχολούνται σε επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατ΄εξοχήν επιχειρήσεις που βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης.
Είναι σίγουρο ότι η διάταξη αυτή θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το εύρος εφαρμογής των κλαδκών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά και την ίδια την ύπαρξή τους, αφού όπως είναι φανερό πλήθος επιχειρήσεων θα επιδιώξουν να εξαιρεθούν από τους κλαδικούς μισθούς, ενώ οι εργαζόμενοι σ΄αυτές θα δουν τους μισθούς τους να μειώνονται σημαντικά.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τη σχεδόν στερεότυπη επίκληση οικονομικών προβλημάτων από τις επιχειρήσεις και την συχνότατα καταχρηστική, προσφυγή των επιχειρήσεων στις παραπτωχευτικές διαδικασίες, το εύρος των εξαιρέσεων από το πεδίο εφαρμογής των κλαδικών ΣΣΕ προμηνύεται ιδιαίτερα μεγάλο.
Στο άρθρο 51 που γίνεται αναφορά στη συρροή Συλλογικών ρυθμίσεων κάμπτεται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στη συρροή κλαδικής και επιχειρησιακής ΣΣΕ υπέρ της τελευταίας (επιχειρησιακής). Στο πλαίσιο αυτό, το ΣΧΝ ορίζει ότι κατ΄εξαίρεση στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης, η επιχειρησιακή ΣΣΕ υπερισχύει της κλαδικής, εφόσον στην κλαδική δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων της.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών εξαίρεση επιχείρησης από την εφαρμογή της κλαδικής ΣΣΕ, η κλαδική δεν εφαρμόζεται εφόσον υπάρχει επιχειρησιακή, η οποία υπερισχύει ακόμη και αν είναι δυσμενέστερη. Η εξαίρεση εδώ από το πεδίο εφαρμογής της κλαδικής ΣΣΕ δεν θεσπίζετε από τα μέρη της συλλογικής διαφοράς, αλλά ισχύει απευθείας από το νόμο. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η ανατροπή του κανόνα ευνοϊκότερης ρύθμισης δεν συνοδεύεται από κανένα μέτρο προστασίας των εργαζομένων και της απασχόλησης στην επιχείρηση, π.χ. με απαγόρευση απολύσεων.
Με την παραπάνω ρύθμιση πλήττεται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης επί συρροής κλαδικών και επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, που έχει και συνταγματική θεμελίωση και επιπλέον με τη συρρίκνωση της κλαδικής διαπραγμάτευσης καταλύεται και η συλλογική αυτονομία που εγγυάται το Σύνταγμα.
Με τη νέα παράγραφο 3 στο άρθρο 10 του ν. 1876/1990 ορίζεται ότι η εθνική κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση δεν υπερισχύει της αντίστοιχης τοπικής. Παρέχεται με τον τρόπο αυτό η δυνατότητα με τοπικές κλαδικές συμβάσεις να μειώνονται οι μισθοί των εθνικών κλαδικών Σ.Σ.Ε., και το μόνο όριο που θα υπάρχει θα είναι ο κατώτατος μισθός.
Με τις παρεμβάσεις που γίνονται στο άρθρο 52 του ΣχΝ και αφορά την επέκταση συλλογικών ρυθμίσεων, με τις προϋποθέσεις που τίθενται δυσχεραίνεται ουσιωδώς η επέκταση της ΣΣΕ, αφού κριτήρια όπως οι επιπτώσεις της επέκτασης στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων ή τη λειτουργία του ανταγωνισμού, πέρα της ασάφειας που εισάγουν χαρακτηρίζονται από πλήρη μονομέρεια, αφού στον κατάλογο αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται κριτήρια που αφορούν τους εργαζόμενους (π.χ. προστασία και βιοποριστική προστασία μισθού).
Στο άρθρο 50 του ΣχΝ προβλέπεται η υποχρέωση για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να εγγράφονται στο Μητρώο Συνδικαλιστικών Εργαζομένων και Εργοδοτών του Υπουργείου που τηρείται στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ.
Με τη διάταξη αυτή, αλλά και με την εξουσιοδοτική διάταξη του νέου άρθρου για ρύθμιση, με απόφαση του Υπουργού εργασίας, κάθε θέματος, μεταξύ άλλων, δημοσιότητας των στοιχείων και χορήγησης πληροφοριών σε σχέση με τα στοιχεία του Μητρώου, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος για την επεξεργασία των στοιχείων αυτών από τρίτους κάτι το οποίο αντίκειται στο νόμο περί των προσωπικών δεδομένων.
Με την παράγραφο 5 στο άρθρο 6 του ν. 1876/1990 προβλέπεται ότι η ψηφοφορία για τη λήψη αποφάσεων των Γ.Σ. και λοιπών οργάνων διοίκησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων κήρυξης απεργίας, μπορεί να διεξάγεται και με ηλεκτρονική ψήφο.
Με τον τρόπο αυτό υπονομεύεται η ζωντανή διαδικασία και λειτουργία των συλλογικών οργάνων, όπου συνδιαμορφώνονται ή μπορεί και να αλλάζουν γνώμες, μέσα από το ζωντανό διάλογο. Η ρύθμιση παραβιάζει τη δημοκρατική και ελεύθερη λειτουργία της συνδικαλιστικής οργάνωσης και πλλήτει τη συλλογική της αυτονομία που εγγυάται και προστατεύει το Σύνταγμα.
Και τέλος με το άρθρο 53 του ΣχΝ επιχειρείται ο δραστικός περιορισμός της προσφυγής στην διαιτησία του Ο.Μ.Ε.Δ. αφού καταργεί το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής σε αυτόν. Πρόκειται για μια διάταξη που παραβιάζει το Σύνταγμα αλλά και την απόφαση 2307/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού οδηγεί σε ανατροπή του μηχανισμού συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαιτησίας, καθιστά τους εργαζόμενους ευάλωτους και του οδηγεί στην διαπραγμάτευση και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ενώ συμπαρασύρει και το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα απεργίας, αφού για όλα τα ουσιώδη ζητήματα που αποτελούν τα συνηθισμένα απεργιακά αιτήματα το ΣχΝ ορθώνει σειρά ολόκληρη απαγορεύσεων και περιορισμών, καθιστά με άλλα λόγια εμμέσως παράνομη κάθε σχετική απεργία.
Ήδη η ΓΣΕΕ έχει συναντηθεί με τον Υπουργό εργασίας, έχει εκφράσει την κάθετη διαφωνία της απέναντι στο Πολυνομοσχέδιο και έχει καταθέσει και τις δικές μας θέσεις.
Ο αγώνας για να μην περάσουν όλα αυτά είναι μονόδρομος, γι αυτό προτείνω την προκήρυξη από το Εργατικό Κέντρο Καρδίτσας 24ωρης πανκαρδιτσιώτικης απεργίας στον ιδιωτικό τομέα για την Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου καλώντας την Κυβέρνηση να αποσύρει το αντεργατικό πλαίσιο του Αναπτυξιακού Νόμου που οδηγεί στην κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας και εγκαθιδρύει το ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ.
Η μορφή και δράση εκείνης της ημέρας θα ορισθούν στη συνάντηση που θα γίνει με τα πρωτοβάθμια σωματεία και συλλόγους που ανήκουν στη δύναμη του Ε.Κ τις επόμενες μέρες.
Του Προέδρου του Εργατικού Κέντρου Καρδίτσας Γεώργιου Καπράνα στο έκτακτο Δ.Σ