Ειδήσεις

Γέφυρα Κοράκου: Ένα μνημείο γυρεύει τη δικαίωσή του


Το «μήνυμα» της αναστήλωσης της Γέφυρας του Κοράκου ως χρέος της Πολιτείας έστειλε με τον πιο σαφή τρόπο ο υπουργός Χρήστος Σπίρτζης κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Κοιλάδα του Αχελώου.

«Η αναστήλωση της γέφυρας Κοράκου», υπογράμμισε ο υπουργός, «είναι σημαντική καθώς, όπως επισήμανε, δεν τιμάται απλά η πολιτιστική κληρονομιά σε μια απομακρυσμένη περιοχή, αλλά βοήθα και στην τουριστική αξιοποίηση του τόπου, της Κοιλάδας του Αχελώου, που έχει ιδιαίτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον. «Πιστεύω», συνέχισε, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, «πως μαζί με το οδικό δίκτυο που έχει προγραμματιστεί να γίνει, η περιοχή θα αλλάξει σελίδα. Είναι χρέος να αναστηλώσουμε και να αποκαταστήσουμε τέτοια μνημεία, που χτίστηκαν πριν από 503 χρόνια, γκρεμίστηκαν πριν από 69 και μαζί με τις πληγές που θεραπεύονται στην ελληνική κοινωνία πρέπει να θεραπεύσουμε και τις πληγές αυτές».

Φυσικά, από την εξαγγελία ως την πραγμάτωση μεσολαβεί χρόνος, πολύ περισσότερο που η Γέφυρα Κοράκου δεν είναι επισήμως χαρακτηρισμένη, με διοικητική πράξη, ως μνημείο, ενώ και οι όποιες συγκεκριμένες προτάσεις μέχρι στιγμής, αφορούν την Κούλια, που σώζεται όπως σώζεται, και όχι τη Γέφυρα. Χαρακτηριστικά, σε έγγραφο της αρχιτέκτονα μηχανικού Χριστίνας Κολλιάκου και της Δρ. πολιτικού μηχανικού Στυλιανής Παπαχατζή της ΔΑΒΜΜ, που κλήθηκαν από τον Δήμο Αργιθέας να κάνουν αυτοψία στα γεφύρια Δροσάτου και Πετρωτού, περιλαμβάνονται τα εξής-αποσπασματικά-στοιχεία, που αφορούν το ιστορικό και την «παθολογία» της Γέφυρας:

«…Επιπλέον των δύο γεφυρών των οποίων η αυτοψία ζητήθηκε από την Υπηρεσία μας, μας υπεδείχθησαν τα λείψανα της γέφυρας Κοράκου και η εναπομείνασα «Κούλια» από υπαλλήλους του δήμου Αργιθέας, καθώς και από τον κο Χ. Καπερώνη, Πρόεδρο της αδελφότητας Πηγιωτών Άρτας. Η γέφυρα Κοράκου έχει σημαίνουσα ιστορική αξία.

«Χορηγός της κατασκευής της ήταν ο Μητροπολίτης Λάρισας το 1515. Ήταν η μεγαλύτερη μονότοξη πετρογέφυρα του ελληνικού χώρου με άνοιγμα τόξου 45m. και ύψος 25m. Ανατινάχθηκε με 61 κιλά δυναμίτη από τον καπετάν Διαμαντή του Δ.Σ.Α. στις 28 Μαρτίου 1949».

Σήμερα διασώζονται τα απομεινάρια των ακροβάθρων και η μία από τις δύο Kούλιες, το έτος κατασκευής της οποίας δεν έχει προσδιοριστεί. Έχει καταπέσει η στέγη της, δεν υπάρχουν κουφώματα και η κατάσταση διατήρησης της τοιχοποιίας της είναι κακή με εμφανείς ρηγματώσεις ακόμα και από την απέναντι όχθη από όπου μπορέσαμε να την παρατηρήσουμε εκ του μακρόθεν.

Για την Κούλια προτείνεται η αντιστήριξη των ανοιγμάτων της, καθώς και η προστασία των τοιχοποιιών της με νάυλον βαρέως τύπου για την αποφυγή περαιτέρω διάβρωσης τους από τα όμβρια ύδατα. Επισημαίνεται η ανάγκη εξασφάλισης διαφυγής των ομβρίων στη βάση των τοιχοποιιών. Τέλος, επισημαίνουμε ότι τα εδάφη που περιβάλλουν την Κούλια χρήζουν ενίσχυσης, ώστε να μην ασκούν επιπλέον ωθήσεις στη βραχόμαζα πάνω στην οποία εδράζεται η Κούλια. Σκόπιμο είναι να ενισχυθεί και η βραχόμαζα έδρασης η οποία παρουσιάζει εκτεταμένη

ρηγμάτωση.»

Όπως ήδη σημειώθηκε, έτος κατασκευής της Γέφυρας το 1515.

Το 1710, επίσκοπος άγνωστος, σε επιστολή του που στάλθηκε από το Πετρίλο, αναφέρεται στη Μονή Δουσίκου και στον πατέρα Βησσσαρίωνα, στον οποίο αποδίδει την κατασκευή της Γέφυρας, και παράλληλα δίνει τις εντυπώσεις του για το έργο:

«…Το αξιοθαύμαστον και αξιέπαινον έργον του Αγιωτάτου εκείνου πατρός ημιν και θαυματουργού Βησσαρίωνος του και κτίτορος της ιεράς ταύτης και σεβασμίας μονής, λέγω δε η γέφυρα η εν τω κοράκι καλουμένο II τόπο, τω παρα τω Αχελώω ποταμό, εν καλώ και εις τους αδικούς μας καιρούς και χρόνους φθόνο τον χαιρεκάκου δαίμονος και την συνεργόν την ως μη όφελε τελείαν φθορν υπέστη, αλλ’ εξ εναντίας πάλιν, το του Θεού χάριτι και βοηθεια, ούμαι δε μάλλον και βεβαίως πείθομαι, και αυτού του Αγιωτάτου πατρός ημίν του προκατάρξαντος του έργου τη προμηθεία, ηκινήθη πάλιν η τούτου ανακαίνησις συνεργεία και συνδρομή όλων τε πολλών εκ των πέριξ χωρίων φιλοθέων χριστιανών και της περι ταύτης και σεβασμίας μονής, ως η πανοσιότης η σ τό γε  έχον έχει την προστασίαν. Και δε χάρις τω πανταιτίω Θεώ και το τούτου θεράποντι, απο έλαβε το τέλος η ανακαίνησις, και έγινε καθώς έπρεπε, τελειωμένον με όλα του τα μέρη…»

Αρκετά μεταγενέστερη είναι η περιγραφή του Άγγλου ταγματάρχη Μπέκερ, ο οποίος πέρασε από την περιοχή το 1832:

««…Οι δύο γέφυρες είναι αξιοθαύμαστες για τον τολμηρό τους σχεδιασμό και την έκταση του ανοίγματος του τόξου τους και ειδικά η γέφυρα του Κοράκου (η οποία παραμένει στην Τουρκία ως γραμμή επικοινωνίας μεταξύ Άρτας, Ραδοβισδίου και Τρικάλων και Λάρισας)  είναι σχεδόν απαράμιλλη για τη δύναμη και την ελαφρότητα της κατασκευής της.

Το άνοιγμα του τόξου αγγίζει τα 45 μέτρα, η συνολική απόσταση του δρόμου από τον έναν βράχο ως τον άλλον είναι 60 μέτρα, ενώ το πλάτος, συμπεριλαμβανομένου και ενός πολύ χαμηλού στηθαίου, δεν ξεπερνά τα δυόμισι μέτρα, και το ύψος από την κοίτη του ποταμού φτάνει τα 41 μέτρα.

Ο δρόμος μετά βίας αγγίζει τα δύο μέτρα σε πλάτος, και δε φαίνεται, από τις προσβάσεις του από τις δύο όχθες, να προοριζόταν ποτέ για επικοινωνία μέσω τροχοφόρων.

Οι βράχοι στις δύο όχθες υψώνονται κάθετα σε μεγάλο ύψος και τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο εντυπωσιακό από τη θέα αυτού του λεπτού κομματιού λιθοδομής που συνδέει τις δύο απόκρημνες όχθες του Άσπρου στο σημείο που σχηματίζει μια ρομαντική μικρή κοιλάδα από τα άγρια φαράγγια που σχηματίζουν τα όρη Τζουμέρκα και Άγραφα και σε μια τοποθεσία όπου ο ταξιδιώτης δεν είναι στο ελάχιστο προετοιμασμένος να συναντήσει τον τόσο όμορφο και μοναδικό θρίαμβο του μηχανικού, που θυμίζει περισσότερο αντέρεισμα θόλου κτιρίου Γοτθικού ρυθμού παρά μια ουσιώδη και μόνιμη επικοινωνία για ανθρώπους και ζώα πάνω από τους αφρίζοντες χείμαρρους του πρώτου ποταμού στην Ελλάδα….»

Το 1890 πέρασε από τα μέρη ο Γερμανός γεωλόγος FILIPPSON. Σε βιβλίο του που το επιγράφει «Θεσσαλία και Ήπειρος», μετά την περιγραφή του τοπίου, δίνει ως εξής τις εντυπώσεις του για τη Γέφυρα:

«Εκεί που τα τοιχώματα των βράχων εμποδίζουν την περαιτέρω κίνηση στη χαράδρα, τον ποταμό κόβει μία μοναδική, στρογγυλεμένη αψίδα: το Γεφύρι του Κοράκου, (2 ½ ώρες από την Γρέβια, 19 ½ ώρες από την Άρτα, 440 υψομ.).

Το μήκος του γεφυριού είναι περίπου 50 μ. το πλάτος του ποταμού 40 μ. Είναι εξαιρετικά στενή, όσο ένα αχθοφόρο ζώο περίπου στο πλάτος, στρωμένη με πέτρες, οι οποίες με το χρόνο έχουν γίνει επικίνδυνα στρογγυλές και λείες. Το στηθαίο είναι τόσο χαμηλό και κατεστραμμένο, που όποιος το διασχίζει απαγορεύεται να πάσχει από ιλίγγους.

Και αυτή η γέφυρα, όπως και κάθε παρόμοια, είναι ψηλή, κατακόρυφη και από τις δύο πλευρές και κεντρικά υψούμενη αψιδωτή γέφυρα είναι κατά πάσα πιθανότητα Βυζαντινής εποχής.

Εντούτοις είναι λιγότερο απότομη σε σχέση με τις περισσότερες άλλες, όπως π.χ. της Τατάρνας, που κατά τα άλλα, όσον αφορά την κατασκευή, την θέση και το σκηνικό, είναι σχεδόν ίδια.

Το εξαιρετικό αυτό γεφύρι, πάνω από τον βαθύ ποταμό, μεταξύ των ψηλών και απόκρημνων τοιχωμάτων των βράχων, από τα οποία τα καταπράσινα δέντρα πετάνε εδώ κι εκεί τις σκούρες κορφές τους, σε συνδυασμό με την απόλυτη ερημιά, συνιστούν ένα μοναδικά ρομαντικό τοπίο, που μένει αξέχαστο…»

Η σταχυολόγηση που κάναμε ήταν η συντομότερη δυνατή, Δείχνει όμως, τον μύθο και την ιστορία που βρίσκονται πίσω από ένα μνημείο ερειπωμένο και αδικαίωτο. Μήπως ήρθε η ώρα;…

Προηγούμενο άρθρο Εκκλησιαστικά νέα
Επόμενο άρθρο Εργασίες αποκατάστασης στο δρόμο Καρδιτσομαγούλα – Αγ. Τριάδα