Με κάθε επισημότητα έγιναν χθες τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Πλωτάρχη του Λ.Σ. Γεωργίου Κωτούλα στον Ελληνοπυργο Καρδίτσας. Στην εκδήλωση -την οποία είχε οργανώσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ελληνοπυργου «Ο Αγ. Αθανάσιος» μαζί με τον Δήμο Ιθώμης- παρευρέθηκαν ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Σιούφας, ο Υφυπ. Ε.Ν. Παναγιώτης Καμμένος, ………
Ομιλία
Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο φιλόλογος κ. Λάμπρος Πασιαλης, αφού προηγήθηκαν οι χαιρετισμοί του Προέδρου της Βουλής, του Υφυπ. Εμπορικής Ναυτιλίας, του Δημάρχου Ιθώμης, του Προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου.
«Στην αρχαιότητα οι ήρωες ήταν μια ενδιάμεση τάξη πλασμάτων μεταξύ θεών και ανθρώπων. Τους θεωρούσαν τουλάχιστον ημίθεους, αν όχι ακριβώς ισόθεους. Πίστευαν ότι η φύτρα τους ήταν θεϊκή, γι’ αυτό τους ανέθεταν, μετά το γήινο θάνατο, ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ θεών και ανθρώπων. Έτσι, εξηγούνται και οι λατρευτικές τιμές που τους απένειμαν οι άνθρωποι. Κάθε πόλη φρόντιζε να έχει ενταφιασμένους στα σπλάχνα της τους δικούς της ήρωες, για να αισθάνεται ασφαλής. Η παρουσία τους ήταν ευεργετική ακόμη και μετά θάνατον.
Γιατί ήρωας δεν είναι αυτός που διαθέτει κτηνώδη σωματική δύναμη. Ήρωας είναι αυτός που αποτολμά υπεράνθρωπη πράξη, για να υπηρετήσει μια ιδέα, αδιαφορώντας για το κόστος! Ήρωας είναι αυτός που με τη γενναιόφρονη πράξη του μπορεί να φτάσει ακόμα και στην αυτοθυσία! Ήρωας είναι αυτός που στη ζυγαριά του χρέους βάζει από τη μια μεριά το θάνατο και από την άλλη το ανυπέρβλητο αντισήκωμα της ψυχής του! Ήρωας είναι, τέλος, αυτός που, όταν το καθήκον τον καλεί να αναμετρηθεί με το Χάρο, τον βλέπει με περιφρόνηση πολύ χαμηλότερο από το μπόι του και τον προσπερνά απαξιωτικά!
Το Χωριό μας είχε την τιμητική εύνοια της αγαθής τύχης να βγάλει από τα σπλάχνα του τέτοιους ήρωες. Ένας απ’ αυτούς, ίσως ο ενδοξότερος, ήταν και ο ημίθεος Γεώργιος Κωτούλας, που έδωσε με απλόχερη περηφάνια τη ζωή του για τη φίλτατη Πατρίδα μας. Όσοι τον γνώρισαν, όσοι τον έζησαν, τον τίμησαν μεγαλόψυχα στη ζωή και στο θάνατο, κατά πως του άξιζε: έγραψαν γι’ αυτόν βιβλία, του ‘γραψαν ποιήματα, του ‘πλεξαν το εγκώμιο της αρετής του, του σκάλισαν στο μάρμαρο και στο χαλκό το λόγο της αθανασίας του, του έστησαν αγάλματα, έδωσαν το όνομα του σε σχολές και δρόμους και δεν έπαψαν για πάμπολλα χρόνια τώρα να εκφωνούν στην επέτειο του θανάτου του λόγους πύρινους πανηγυρικούς! Το Χωριό μας τιμά και αυτό σήμερα, έστω και καθυστερημένα, το μεγάλο τούτο τέκνο του.
Εκατόν τρία χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που ο Γεώργιος Κωτούλας είδε το φως της ζωής του. Γεννήθηκε στις 28/7/1906 στην Καρδίτσα από πατέρα Γραλιστινό. Υπήρξε γόνος της αρχοντικής οικογένειας των Κωτουλαίων. Ο πατέρας του Γρηγόρης, Συμβολαιογράφος, ήταν αδελφός του άλλου μεγάλου τέκνου του Χωριού μας, του μπαρουτοκαπνισμένου Στρατηγού Ιωάννη Κωτούλα.
Μετά τις νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δίνει εξετάσεις στη Σχολή Λιμενικών Δοκίμων και πετυχαίνει πρώτος. Σημειώστε, παρακαλώ, αυτή τη λέξη, γιατί δίνει και το μέτρο της ευφυΐας και της μόρφωσης του. Αποφοιτά από τη σχολή ως Σημαιοφόρος. Δεν αρκείται όμως σ’ αυτές τις βασικές σπουδές του, η δίψα είναι πολύ μεγαλύτερη. Διαβάζει, μελετάει πολύ, εμβαθύνει και διευρύνει τις γνώσεις του πολύ πιο πέρα από τα όρια του αντικειμένου του, τελειοποιεί και τα Γαλλικά του και μαθαίνει και την Αγγλική.
Με τα προσόντα αυτά βρίσκεται το 1938 ως Υποπλοίαρχος πλέον στο Γενικό Επιτελείο Βασιλικού Ναυτικού. Ένας χρόνος και μόνο στη νέα θέση του ήταν υπεραρκετός, για να καταπλήξει τους πάντες με τις γνώσεις και τις οργανωτικές ικανότητες του. Και η κατάπληξη αυτή καταφαίνεται μέσα από ένα υπηρεσιακό έγγραφο που απηύθυνε στις 22/5/1939 ο Διευθυντής του προς τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, με το οποίο πλέκει το εγκώμιο του Κωτούλα και προτείνει ενθουσιωδώς, όχι μόνο να του εγκριθεί η άνευ επιδόματος εκπαιδευτική άδεια που ζητάει για σπουδές στο εξωτερικό, αλλά και να προαχθεί «κατ’ απόλυτον εκλογήν» στο βαθμό του Πλωτάρχη ή να του απονεμηθεί «εκτός σειράς» Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας, για τις σπάνιες ικανότητες του.
Παίρνει λοιπόν την εκπαιδευτική του άδεια ο Κωτούλας «άνευ εκπαιδευτικού επιδόματος» και φεύγει για τη Γαλλία, όπου εγγράφεται στο Πανεπ/μιο του Πουατιέ για μεταπτυχιακές σπουδές. Μετά τις σπουδές του επιστρέφει στην Ελλάδα, αλλά ξαναφεύγει για το Βέλγιο και ύστερα για την Αμερική, πάλι για σπουδές.
Ώσπου στις 27/4/1941 πυκνό σκοτάδι γερμανικής κατοχής σκέπασε την Αθήνα. Το προσκλητήριο τώρα ήταν εθνικό. Κάποιοι έπρεπε να δώσουν το εγερτήριο σάλπισμα για αντίσταση. Και ο Γεώργιος Κωτούλας δεν μπορούσε να μείνει με τα χέρια σταυρωμένα. Επιστρέφει λοιπόν στην Αθήνα. Στις 15/12/1941 τον πλησιάζει ένας άλλος ψυχωμένος πατριώτης, ο Λευτέρης Στελλάκης, που μόλις είχε ιδρύσει την αντιστασιακή πατριωτική οργάνωση «Ο ΦΟΙΝΙΞ», και του πρότεινε να γίνει μέλος της.
Ο Κωτούλας τον αγκάλιασε, τον έσφιξε και με δάκρυα στα μάτια του απαντά: « Είμαι στρατιώτης στο πλευρό σου! Όλα για την ελευθερία της Πατρίδας μας, και η ζωή μου δική της!!». Το όνομα της οργάνωσης δεν επιλέχτηκε τυχαία. Ενέχει συμβολική αξία και υποδηλώνει την αδούλωτη ελπίδα της αναγέννησης, έστω και εκ της τέφρας, όπως ο ομώνυμος μυθικός ιερός γυπαετός των αρχαίων Αιγυπτίων, γιατί την Ελλάδα «δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά»\ Η Ελλάδα θα λάμνει πάντα μες στη χρυσή βάρκα της αθανασίας στον απέραντο ωκεανό της αιωνιότητας, γιατί είναι φως ανέσπερο, παγκόσμια ζωοδότρα, γέννημα θεών. «Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση!», γιατί είναι η μήτρα των υψηλών ιδεών και των πανανθρώπινων αξιών.
Κύρια αποστολή του ΦΟΙΝΙΚΑ ήταν η οργάνωση φυγαδεύσεων πατριωτών (αξιωματικών και άλλων σημαινόντων προσώπων) από τη σκλαβωμένη Πατρίδα προς τα μικρασιατικά παράλια και από κει στη Μέση Ανατολή, για να προσφέρουν μαχόμενοι τις υπηρεσίες τους στην Πατρίδα. Για τρεισήμισι μήνες η δράση της Οργάνωσης απέφερε πλούσια σοδειά. Ψαροκάικα καμουφλαρισμένα διέσχιζαν τα νερά του Αιγαίου, διαπεραιώνοντας πατριώτες.
Ώσπου φτάνουν στ’ αφτιά των αγωνιστών πληροφορίες πως η δράση τους υπέπεσε στην αντίληψη της τρομερής ΓΚΕΣΤ ΑΠΟ. Είναι φανερό πως δεν μπορούν πια να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέσα στο πάτριο έδαφος. Κινδυνεύουν από στιγμή σε στιγμή να συλληφθούν. Αποφασίζουν να φύγουν κι αυτοί για τη Μέση Ανατολή, όπου θα συνεχίσουν τον αγώνα τους στο πλευρό των συμμάχων.
Είναι Πρωταπριλιά του 1942, τραγική σύμπτωση! Η μοίρα θέλησε αυτή τη μέρα των χωρατών να τους στήσει σκληρή φάρσα! Μαζεύονται και άλλοι πατριώτες, γίνονται συνολικά 44 νομάτοι. Τα πάντα είναι έτοιμα. Δυο ψαροκάικα είναι αραγμένα στο Ν. Φάληρο με τους μουσαμάδες έτοιμους να σκεπάσουν τους πατριώτες, καμουφλαρισμένα με τα σύνεργα της ψαρικής, σαν να μην τρέχει τάχα τίποτα. Περιμένουν να πέσει η νύχτα. Κατά τις τέσσερις το πρωί φαίνονται όλα ήρεμα. Με τάξη και προφύλαξη βγαίνουν ένας ένας από το καφενείο του πατριώτη Δημήτρη Δεδούση, όπου είναι συγκεντρωμένοι, και επιβιβάζονται στα ψαροκάικα. Οι καραβοκύρηδες απλώνουν από πάνω τους τους μουσαμάδες και ξεκινούν.
Μα ο εχθρός είναι καλά πληροφορημένος, τους περιμένει. Βλέπετε, οι Εφιάλτες δεν έλειψαν δυστυχώς ποτέ από την ταλαίπωρη Πατρίδα μας, όπως δεν έλειψε όμως ούτε και θα λείψει ποτέ και το αντιστάθμισμα της αυτοθυσίας. Πάντα θα υπάρχουν οι 300 να κρατάνε γερά τα πόστα στις Θερμοπύλες. Πάντα θα υπάρχουν Διγενήδες να περιφρονούν το Χάρο. Πάντα θα αγρυπνούν οι ακοίμητοι βιγλάτορες, για να κλείνουν τις κερκόπορτες της προδοσίας με τα στήθια τους.
Ανάμεσα στους πατριώτες κρυβόταν και ένας Εφιάλτης, ο μισερός Ρένος Αργυρίου. Το συμφωνημένο αντίτιμο της προδοσίας ήταν 5.000 δρχ. το κεφάλι. Ήθελε να ‘ναι παρών την ώρα της σύλληψης, για μην τον «ρίξει» ο αντισυμβαλλόμενος εχθρός. Όταν αργότερα η Πατρίδα ξαναβρήκε τη λευτεριά της, το κάθαρμα τούτο καταδικάστηκε δυστυχώς ερήμην σε θάνατο. Δεν ξέρουμε, αν βρέθηκε το βρωμερό κτήνος, για να εκτελεστεί τελικά.
Την ώρα που τα ψαροκάικα παραπλέουν τις Φλέβες, το γερμανικό περιπολικό σφυρίζει στριγκά και διατάσσει «ακίνητοι!!». Αυτό ήταν, το παιχνίδι της ζωής τελείωσε! Τα ψαροκάικα οδηγούνται από τους Γερμανούς πίσω στη βάση τους, στο Φάληρο. Τα παλληκάρια, μαζί τους και οι καραβοκύρηδες, παίρνουν το δρόμο του Γολγοθά προς την Αθήνα. Φτάνουν στα γραφεία της διαβόητης ΓΚΕΣΤΑΠΟ. Η ανάκριση αρχίζει από τους τρεις αξιωματικούς: Κωτούλα, Καζάκο και Ακύλα. Ο Γεώργιος Κωτούλας ερωτάται πρώτος, γιατί και με ποιον σκοπό προσπάθησε να φύγει κρυφά από τη Χώρα. Αυτήκοος διερμηνέας διαβεβαίωνε αργότερα ότι ο Κωτούλας απάντησε χωρίς ίχνος δισταγμού, αποφασισμένος να πεθάνει: «Πηγαίναμε να καταταγούμε στο Στρατό της ελεύθερης Ελλάδας και να πολεμήσουμε εναντίον σας για την απελευθέρωση της Πατρίδας μας!!»
Την αυτοκαταδίκη του σε θάνατο την υπέγραψε ήδη! Οδηγείται στις Φυλακές Αβέρωφ μαζί με τους άλλους. Την Πρωτομαγιά μεταφέρονται στη Φυλακή Βουλιαγμένης. Εκεί μπαίνει σε αυστηρή απομόνωση και συνεχίζουν τα βασανιστήρια, για ν’ αποκαλύψει και άλλους συνενόχους. Δε λυγίζει, κρατά πάντα ψηλά το κεφάλι και υπομένει. Την απόφαση του να πεθάνει την έχει πάρει ήδη, δεν πρόκειται να την ανακαλέσει.
Στις 29 του Μάη καταφτάνει στη Φυλακή ο Γερμανός Πρόεδρος του Στρατοδικείου, συγκεντρώνει τους κρατούμενους και κάνει την εξής δήλωση: «Οι συμπατριώτες σας άρχισαν να κάνουν σαμποτάζ και να μας δημιουργούν προβλήματα. Το πρώτο συνέβη ήδη χτες στην οδό Κοραή. Προειδοποιώ ότι αν επαναληφθεί και δεύτερο, θα θεωρηθείτε όμηροι και θα πληρώσετε με τη ζωή σας!». Ο δικός μας ήρωας όχι μόνο δεν ταράσσεται, όχι μόνο δε χάνει την ψυχραιμία του, αλλ’ αντιθέτως υπομειδιά και χαίρεται!! «Επιτέλους, η φωτιά απλώνεται!!» σιγοψιθυρίζει . Το θάνατο τον περιμένει έτσι κι αλλιώς σαν καθήκον. Δεν απομένει παρά η στιγμή, για να ‘ρθειτο κάλεσμα
Και το κάλεσμα του θανάτου δεν άργησε να ‘ρθει! Στις 4 Ιουνίου γίνεται και δεύτερο σαμποτάζ στο σιδηρόδρομο κοντά στα Λιόσια. Το ίδιο απόγευμα χίμηξαν σα λυσσασμένοι οι Γερμανοί στη Φυλακή. Η πόρτα ανοίγει. Ο διερμηνέας κρατά ένα ονομαστικό κατάλογο και λέει στους κρατουμένους: «Ένας ένας που θ’ ακούει το όνομα του, θα βγαίνει έξω με τα πράγματα του!». Ακολουθούν 6 εκφωνήσεις: 3 αξιωμ/κοί, 2 καραβοκύρηδες και ένα ναυτάκι, ο Γιάννης. Στο άκουσμα του ονόματος του το ναυτάκι ταλαντεύτηκε, λύγισαν τα γόνατα, πήγε να πέσει. Ο Κωτούλας τον αρπάζει στη αγκαλιά του, τον συγκρατά και τον εμψυχώνει με βροντερή φωνή: Κουράγιο, Γιάννη! Ψηλά το κεφάλι, λεβέντικα!». Για σήμερα είναι αρκετοί αυτοί. Το υπόλοιπο στοκ θα αναλωθεί στα επόμενα σαμποτάζ. Οι μελλοθάνατοι μεταφέρονται τώρα πάλι στις Φυλακές Αβέρωφ. Εκεί θα προστεθούν άλλοι δύο φοιτητές, γιατί εξέδιδαν παράνομη εφημερίδα, και γίνονται οχτώ.
Η τελευταία νύχτα της ζωής είναι φριχτά ατέλειωτη, αξημέρωτη! Η αγωνία του θανάτου σπάζει κόκαλα, παραλύει τα νεύρα, θολώνει τη σκέψη {«περίλυπος εστίν η ψυχή άχρι θανάτου!»). Μα η αγωνία του ήρωα Κωτούλα είναι άλλη, σκέπτεται τη λύπη που θα φέρει στους δικούς του και θέλει να τους παρηγορήσει: ο αθάνατος πεθαμένος θέλει να δώσει κουράγιο στους ζωντανούς πεθαμένους. Ξεδιπλώνει λοιπόν ένα χαρτί που είχε στην τσέπη του και γράφει προς το μεγαλύτερο αδερφό του Κώστα: « Αγαπητέ Κώστα,
Πεθαίνω με το όνομα της γλυκιάς Ελλάδας στα χείλη. Η τύχη με κυνήγησε τα τελευταία χρόνια, την ευχαριστώ όμως που μου έδωσε την ευκαιρία να προσφέρω τη ζωή μου για την Πατρίδα, την οποία οραματίζομαι μεγάλη. Εκφράζω προς τους προσφιλέστατους μου γονείς την ευγνωμοσύνη μου για τη στοργή με την οποία με ανέθρεψαν. Πρέπει να παρηγορηθούν για το θάνατο μου… Εις τα αγαπητά μου ξαδερφάκια Μήτσο και Νίκο κληροδοτώ την αγάπη για την Πατρίδα. Ζητώ απ’ όλους συγχώρεση για όσες φορές σας επίκρανα. Τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου σκέπτομαι μαζί με σας και τους καλούς μου φίλους, τους οποίους ασπάζομαι. Είμαστε στο κελί χέρι χέρι με τον Ηλία. Σας φιλώ όλους χίλιες φορές!
Γεώργιος Γρηγ. Κωτούλας Φυλακές Αβέρωφ, Πέμπτη, 4 Ιουνίου 1942, ώρα 10 μ.μ.
Ύστερα, με την ίδια αφύσικη ψυχραιμία γράφει και ένα σημείωμα για τον Αστυνόμο:
« Παρακαλώ να ειδοποιηθή ο φίλος μου Πάνος Παγώνης αμέσως μετά την εκτέλεσίν μου δια την παραλαβήν του πτώματος μου, την μεταφοράν απευθείας εις το Νεκροταφείον και την ειδοποίησιν του αδελφού μου δια του Υπουργείου. Προσοχή, μην αιφνιδιασθή η μητέρα μου!! … Έχω οικογενειακόν τάφον εις το Α ‘ Νεκροταφείον, υπ’ αριθ. 341. Ο κ. Παγώνης να συνεννοηθή με τον εργολάβον κηδειών της οικογενείας μου Τάκην Χαρατσόπουλον, όπισθεν Δημαρχίας.
Γ. Κωτούλας, Υποπλ/χοςΝαυτικού.»
Έτσι, τακτοποίησε μόνος του και τα διαδικαστικά της κηδείας του. Τώρα είναι έτοιμος, μπορεί να πεθάνει! Βλέπει όμως τους άλλους λίγο κλονισμένους και νιώθει καθήκον του να τους εμψυχώσει. Τους φέρνει στο φιλότιμο με λόγια πατριωτικά, τρυς πείθει ότι δεν πρέπει να δείξουν στον εχθρό ότι κιούτεψαν, ότι αξίζει να στεφανωθούν με τη δόξα της αθανασίας για την Πατρίδα. Όλοι ηρεμούν, και μόνο ένα μικρό δάκρυ αργοκυλάει σα διαμάντι στο παιδικό μάγουλο του Γιάννη, του ναυτόπουλου. Ντρέπεται ο Γιάννης γι’ αυτό που του συνέβη, το σκουπίζει και ψιθυρίζει «Δάκρυσα, μου ξέφυγε! Ούτε παιδί να ‘μουνα!».
Η κορύφωση της τραγωδίας πλησιάζει, το τέλος κοντεύει. Στις 4.10′ πριν ξημερώσει η 5 Ιουνίου 1942, οι πόρτες ανοίγουν και οι μελλοθάνατοι οδηγούνται δεμένοι με χειροπέδες ανά δύο στο φορτηγό, που τους περίμενε. Μαζί τους και 4 παπάδες, που είχε στείλει ήδη ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, 36 Γερμανοί στρατιώτες και 8 φέρετρα. Σε λίγο βρίσκονται στον τόπο του μαρτυρίου, το Εθνικό Σκοπευτήριο Καισαριανής. Αποβιβάζονται. Ξεφορτώνονται και τα 8 φέρετρα, που τα περνούν μπροστά από τους μελλοθάνατους και τ’ αραδιάζουν στην άκρη, για να τα βλέπουν.
Τα θύματα οδηγούνται στον προθάλαμο του θανάτου, μέχρι να ετοιμαστεί το θυσιαστήριο. Μαζί τους μπαίνουν και οι παπάδες, κοινωνούν τους μάρτυρες και παραμένουν μαζί τους « άχρι θανάτου», για να τους κρατήσουν ψυχωμένους. Μα αυτοί δεν είχαν και τόσο ανάγκη. Πρώτος άρχισε τον Εθνικό Ύμνο ο ήρωας Κωτούλας, με σταθερή, βροντερή φωνή: «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή…».
Αμέσως τον ακολουθούν και οι άλλοι και οι παπάδες. Την τελευταία στροφή «και σαν πρώτα αντρειωμένοι…» την έψαλαν 4 φορές. Κι ύστερα, «γεγονυία τη φωνή» – κατά τη μαρτυρία του παπα-Αντωνόπουλου – βροντοφώναξαν «Ζήτω η Ελλάς!!». Οι Γερμανοί δήμιοι ακούν άφωνοι, κοιτάζει ο ένας τον άλλον και αναρωτιούνται «είναι δυνατό να υπάρχει τέτοια ανθρώπινη αναισθησία, δεν τους φοβίζει ο θάνατος;».
Δεν αντέχουν άλλο την πρόκληση, νιώθουν τον εγωισμό τους να λοιδορείται, να ταπεινώνεται, εξοργίζονται. Αρπάζουν τους λεβέντες ανά τρεις και τους στήνουν μπροστά στον τοίχο του θανάτου. Δε δέχονται να τους καλύψουν τα μάτια! Τέτοια πράξη λιποψυχίας μόνο στους δειλούς ταιριάζει! Αυτοί θέλουν να κοιτάξουν κατάματα το Χάρο, να τον καλέσουν στα μαρμαρένια αλώνια και να τον ταπεινώσουν, να του πουν πως δεν τον λογαριάζουν, πως πιότερο δυνατή απ’ αυτόν είναι η Πατρίδα! Απέναντι τους παίρνουν θέση οι 36 εκτελεστές. Ο αξιωματικός διατάσσει «Επί σκοπόνϋ», τα όπλα σηκώνονται και σημαδεύουν, είναι έτοιμα να ξεράσουν το θάνατο.
Οι γενναίοι ατενίζουν με ολύμπια ψυχραιμία τους δολοφόνους, καρφώνουν αγέρωχη την πατριωτική ματιά τους στο βλέμμα των φονιάδων ολόισια σαν στιλέτα και στέλνουν σαρκαστικό, αλλά ξεκάθαρο μήνυμα στο λογισμό του εχθρού, ότι ο θάνατος δεν τους αγγίζει, τον καταφρονούν, γιατί πάνω απ’ αυτόν στέκεται η αθάνατη Πατρίδα, η ελεύθερη Πατρίδα: « Ουδέν πολυτιμότερον αμέμπτου συνειδότος, ονδ’ άλλον τι γλυκύτερον Πατρίδος ελευθέρας!».
Και πριν προλάβει ο Αρχιδήμιος να διατάξει «Πυρ!!»,ο δικός μας, ο Γραλιστινός Διγενής, παίρνει βαθιά ανάσα, φουσκώνει τα ελληνικά πνευμόνια του με καθάριο, καλοκαιριάτικο αέρα και απαντά στο πρόσταγμα του φονιά με την κραυγή « Ζήτω η Ελλάδα!!». « Ζήτω η Ελλάδα!!» επαναλαμβάνουν και οι άλλοι δύο. Ο Κοτούλας δοκιμάζει και δεύτερη ζητωκραυγή: « Ζήτω η …». « Πυρ!!» ακούστηκε σα βρυχηθμός πληγωμένου θηρίου η προσταγή του κτήνους. Οι ήρωες πέφτουν! Μαζί τους και ο δικός μας Διγενής Γεώργιος Κοτούλας!
« Κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τον εσκεπάσει, πώς θα σκεπάσει τον αετό, της γης τον αντρειωμένο!»
Φτερούγισαν τώρα οι ψυχές των ημιθέων στα Ηλύσια Πεδία, στη Χώρα των Μακάρων, όπου και οι άλλοι τρισένδοξοι της ελληνικής φύτρας, «ένθα οι δίκαιοι και οι γενναίως αθλήσαντες εν ειρήνη αναπαύονται»] Όλβια και ευκλεής η μοίρα τους! Είχαν την τύχη να είναι οι Πρωτομάρτυρες του αντιστασιακού αγώνα κατά του κατακτητή. Η σκυτάλη πέρασε τώρα στα χέρια της Ιστορίας. Αυτή ανέλαβε να τους ανοίξει τις πύλες της αιωνιότητας, πλέκοντας το αμάραντο στεφάνι της άφθαρτης δόξας τους!
Η θυσία διαδόθηκε γρήγορα και σε λίγες μέρες έφτασε και στ’ αφτιά της Ελληνικής Κυβέρνησης στο Κάιρο. Ο τότε Υπουργός Εθνικής Άμυνας Παν. Κανελλόπουλος βγάζει ημερήσια διαταγή στις 19/6/42 προς τις ένοπλες δυνάμεις και γράφει μεταξύ άλλων: « Οκτώ Έλληνες αξιωματικοί εξετελέσθησαν προ ολίγων ημερών εις τας Αθήνας από τους εχθρούς του Έθνους μας. Τα ονόματα των τριών εξηκριβώθησαν. Είναι ο Επισμαναγός Ακύλας και οι λιμενικοί αξιωματικοί Κωτούλας και Κοζάκος. Όλοι τους στάθηκαν ως περήφανοι Έλληνες μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν εδέχθησαν να σκεπάσουν τα μάτια τους. Έψαλαν τον Εθνικόν μας Ύμνον και η κραυγή τους « Ζήτω η Ελλάς!!» εκάλυψε την ομοβροντίαν των δολοφονικών πυρών. …Σε κάθε στιγμή ζητώ να βλέπετε μπροστά σας την εικόνα αυτών των ωραίων συναδέλφων σας …».
Αργότερα, όταν η Χώρα ξαναβρήκε τη λευτεριά της, η Πολιτεία αναγνώρισε με επισημότερο τρόπο την αυταπάρνηση του ήρωα Κωτούλα και βράβευσε κατά πώς του άξιζε την ανδρεία και τον πατριωτισμό του: Η Κυβέρνηση τον προήγαγε στο βαθμό του Πλωτάρχη και του απένειμε με Β.Δ. της 24/8/45 τον Πολεμικό Σταυρό Γ’ Τάξεως, «διότι, αγωνιζόμενος τον ιερόν αγώνα της αντιστάσεως κατά των κατακτητών, έπεσεν υπέρ Πατρίδος, εκτελεσθείς υπό των Γερμανών», σύμφωνα με το σκεπτικό της απονομής.
Το 1946 το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας έδωσε τιμητικώς το όνομα του στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Λιμενικού Σώματος (ΚΕΑΣ) και του ανήγειρε και προτομή, η οποία κοσμεί τη Σχολή. Έκτοτε το Κέντρο φέρει το όνομα του ήρωα. Με την προτομή του επίσης κοσμείται σήμερα και το Εθνικό Σκοπευτήριο Καισαριανής.
Έτσι, πέρα από την Ιστορία και τις άλλες διακρίσεις, η μνήμη του μεγάλου αυτού τέκνου του Ελληνοπύργου διασφαλίστηκε και παραστατικώς από τον κίνδυνο της λησμονιάς!
Αυτός λοιπόν είναι ο ήρωας Γεώργιος Κωτούλας, που τιμάμε σήμερα με την αποκάλυψη της προτομής του. Η μόνιμη παρουσία του στην Πλατεία του Χωριού μας θα διδάσκει εσαεί τι σημαίνει φιλοπατρία και θα γιομίζει με περηφάνια τις καρδιές όλων ημών των Γραλιστινών για τη γενναία αυτοθυσία του στο βωμό της Πατρίδας. Ας δοξάσουμε τη μνήμη του, αναφωνώντας όλοι μαζί, σας παρακαλώ, «Ζήτω ο ήρωας Γεώργιος Κωτούλας!! Αθάνατος!!»