Γινόμαστε καθημερινά δέκτες των απελπισμένων κραυγών της τοπικής μας κοινωνίας και ιδιαίτερα των ανθρώπων εκείνων που αγωνιούν κάθε στιγμή περιμένοντας κάποια ρύθμιση που θα τους απαλλάξει από το άγχος της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος αφού έτσι ή αλλιώς αδυνατούν να πληρώσουν το χαράτσι. Κι αυτοί είναι πολλοί και δεν είναι μόνο οι ευπαθείς ομάδες.
Είναι ο συνταξιούχος αγρότης που ζει μόνος του στο χωριό, σ’ ένα σπίτι 80, 100 ή 120 τ.μ., ένα σπίτι απομεινάρι μιας αλλοτινής ένδοξης εποχής. Ένα σπίτι που απέκτησε για να στεγάσει και να ενσαρκώσει τα όνειρά του όταν ήταν νέος αλλά που τώρα είναι μεγάλο για τις ανάγκες του χωρίς όμως να μπορεί να απαλλαγεί απ’ αυτό.
Είναι επίσης και τόσοι άλλοι άνθρωποι που επί χρόνια ζουν μόνοι ή με τις οικογένειές τους μια ζωή μετρημένη, χωρίς υπερβολές, με στερήσεις. Κι όμως διαπιστώνουν με θλίψη αλλά και οργή ότι οι στερήσεις αυτές δεν στάθηκαν ικανές και αρκετές για να τους χαρίσουν τουλάχιστον μια σταθερότητα. Απαιτούνται κι άλλες στερήσεις, τέτοιες που είναι αδύνατο πλέον ν’ αντέξουν.
Μοιάζουν όλα αυτά με υπερβολικές δόσεις λαϊκισμού. Δε θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετικά καθώς πρόκειται για πραγματικές ανθρώπινες ιστορίες τις οποίες ζούμε καθημερινά όλο και πιο έντονα τελευταία.
Πρόκειται για αληθινές ιστορίες συνανθρώπων μας οι οποίοι αποτελούν κι αυτοί, όπως όλοι μας, τα θύματα ενός παγιωμένα ανίκανου κι ανήμπορου κράτους να εφαρμόσει και να επιβάλει όρους και κανόνες δικαιοσύνης, ισονομίας και ισοπολιτείας.
Ενός κράτους που όρισε το τέλος ακινήτων για όλες τις ζώνες στους Σοφάδες στα 4 ευρώ ανά τετρ. μέτρο ενώ υπάρχουν ζώνες στην Καρδίτσα και στα Τρίκαλα που το τέλος ανέρχεται στα 3 ευρώ ανά τ.μ.
Ενός κράτους που αιφνιδιαστικά και ισοπεδωτικά βάζει κεφαλικούς φόρους ακινήτων χωρίς να μπαίνει στον κόπο να εξετάσει τη διαφορετική αξία που έχει το χρήμα για διάφορα κοινωνικά στρώματα. Το ένα ευρώ δεν έχει την ίδια αξία στην τσέπη ενός συνταξιούχου μ’ αυτήν που έχει για παράδειγμα στην τσέπη κάθε νεόπλουτου επιχειρηματία. Ενός κράτους που δεν τόλμησε ποτέ να ελέγξει το βάθος και το περιεχόμενο της τσέπης όλων εκείνων που επί δεκαετίες λυμαίνονται με τον έναν ή άλλον τρόπο τις σάρκες της ελληνικής οικονομίας.
Ενός κράτους που ουδέποτε κατάφερε να βρει άλλη πηγή άντλησης πόρων πέρα απ’ τη συνήθη κι εύκολη των μισθωτών και των συνταξιούχων κι όσων λιγοστών δηλώνουν αληθινά εισοδήματα. Ενός κράτους που ποτέ δε θέλησε να εντοπίσει πρόσωπα και πρακτικές που εσαεί και διαχρονικά απέκρυβαν εισοδήματα χωρίς ν’ αποδίδουν φόρους.
Έτσι και τώρα.
Οι ίδιες κοινωνικές ομάδες καλούνται και πάλι να καλύψουν τις τρύπες της ελληνικής οικονομίας. Τα μεσαία και χαμηλά στρώματα θα σηκώσουν για μια ακόμα φορά το βάρος της ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας
Αυτό το έργο το χουμε ξαναδεί πολλές φορές. Αυτή τη φορά όμως υπάρχει ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Το κράτος τώρα είναι αδίστακτο. Εκβιάζει και τρομοκρατεί. Όποιος δεν πληρώσει δεν θα χει ηλεκτρικό ρεύμα. Χωρίς εξαιρέσεις.
Αποτελεί σύμπτωση των καιρών ή μήπως το Κράτος-πρόνοιας μεταλλάχτηκε πλέον σε Κράτος-τρομοκράτης; Απέναντι στη μετάλλαξη αυτή ο Δήμος Σοφάδων αναζητά και εφαρμόζει πολιτικές και πρακτικές που στηρίζουν τους Δημότες του.