Η Δυσλεξία αποτελεί την περισσότερο μελετημένη κατηγορία των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών. Η πληθώρα των ερευνητικών εργασιών γι’ αυτήν έχει συμβάλλει ώστε να προσδιοριστεί η φύση της συγκεκριμένης δυσκολίας και να καταδειχθεί η πολλαπλότητα της αιτιολογίας της. Ωστόσο το κομμάτι εκείνο που αφορά τον δυσλεκτικό έφηβο και την προσέγγισή του από την πλευρά του εκπαιδευτικού παραμένει ελλιπής.
Ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να παραβλέψει ή να αγνοήσει αν θέλει να είναι αποτελεσματικός και συνεπής με τις υποχρεώσεις του, τα συμπτώματα της δυσλεξίας, τα οποία εστιάζονται στην επίδοση του μαθητή, διαφορετικά έρχεται αντιμέτωπος με προβλήματα εκπαιδευτικά, ψυχολογικά και κοινωνικά που επηρεάζουν κάθε πλευρά της προσωπικότητας και της εξέλιξηςτου παιδιού.
Το πρόβλημα της δυσλεξίας εντοπίζεται κατά τη μεταφορά του προφορικού λόγου στο γραπτό. Οι μαθητές δυσκολεύονται να αποκτήσουν τις γλωσσικές ικανότητες, οι οποίες σχετίζονται με την ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία, μολονότι διαθέτουν επαρκείς νοητικές ικανότητες, ομαλή συναισθηματική ανάπτυξη και θετικά ερεθίσματα από το περιβάλλον τους. Η προσπάθεια που καταβάλλουν για να διαβάσουν και να γράψουν είναι πολλαπλάσια εκείνης των άλλων παιδιών, γεγονός που δεν αναγνωρίζεται από τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι κρίνουν από το αποτέλεσμα. Ένα «φτωχό» γραπτό, για τον εκπαιδευτικό ισοδυναμεί με μειωμένη προσπάθεια και ελλιπής μελέτη.
Συγκεκριμένα στην ανάγνωση οι δυσλεκτικοί μαθητές δυσκολεύονται και το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο όταν διαβάζουν δυνατά, καθώς συχνά παραλείπουν λέξεις ή τις διαβάζουν εσφαλμένα, όπως επίσης παραλείπουν ολόκληρη σειρά του κειμένου ή τη διαβάζουν δύο φορές. Η δυσκολία στην ανάγνωση διφθόγγων και στο συλλαβισμό διψήφιων και τριψήφιων συμφώνων και πολυσύλλαβων λέξεων καθιστά τη διαδικασία της κατανόησης των κειμένων και μάλιστα των σημαντικότερων σημείων τους σχεδόν αδύνατη με αποτέλεσμα ο δυσλεκτικός μαθητής να αποφεύγει τη μεγαλόφωνη ανάγνωση στην τάξη.
Τα προβλήματα των δυσλεκτικών μαθητών γίνονται εντονότερα όταν θέλουν να γράψουν. Στην προσπάθειά τους οι μαθητές να χρησιμοποιήσουν το γραπτό λόγο παραλείπουν γράμματα ή ολόκληρες προτάσεις, όπως επίσης αντικαθιστούν και αντιστρέφουν γράμματα, με αποτέλεσμα να γράφουν την ίδια λέξη με διαφορετικούς τρόπους. Κάνουν αρκετά ορθογραφικά λάθη και παραλείπουν πάντοτε τα σημεία στίξης. Χρησιμοποιούν κεφαλαία ανάμεσα στα μικρά γράμματα και μπερδεύουν γράμματα που μοιάζουν οπτικά, όπως το β και το θ. Γράφουν μισές λέξεις. Κάνουν αναγραμματισμούς, όπως πότρα αντί πόρτα.Δεν γράφουν πάντοτε τα τελικά γράμματα και δυσκολεύονται να αντιγράψουν σωστά, όσα βλέπουν στον πίνακα. Οι εργασίες τους είναι σύντομες και η ανάπτυξη των θεμάτων τους συνήθως ανεπαρκής. Η γραφή τους, επίσης, είναι ακατάστατη και η ευθυγράμμιση των λέξεων στο χαρτί ατελής.
Οι δυσλεκτικοί μαθητές αγνοούν βασικό λεξιλόγιο και δυσκολεύονται στην κατανόηση προθέσεων, που σχετίζονται με την κατεύθυνση (μέσα – έξω, πριν – μετά, μπροστά – πίσω). Έχουν προβλήματα με μαθήματα που απαιτούν απομνημόνευση κανόνων, πινάκων και συμβόλων. Αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να θυμούνται ό,τι έχει σχέση με σειρά γεγονότων, π.χ. μέρες εβδομάδας, ονόματα γραμμάτων του αλφαβήτου, και δεν απομνημονεύουν εύκολα ιστορικά γεγονότα.
Ένα άλλο βασικό πρόβλημα των δυσλεκτικών μαθητών είναι η αδυναμία συγκέντρωσης της προσοχής για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κατά τη μελέτη παρασύρονται από αντικείμενα ή συνειρμούς και αποσπάται η προσοχή τους. Παράλληλα, οι δυσλεκτικοί παρουσιάζουν έλλειψη συγχρονισμού στις κινήσεις και δυσκολία στο να διακρίνουν το δεξί από το αριστερό. Στην εργασία τους συνήθως απουσιάζει η οργάνωση των πραγμάτων και του χρόνου. Δεν έχουν τάξη στα βιβλία και τα τετράδιά τους και χάνουν προσωπικά αντικείμενα ή τα ξεχνούν στην τάξη. Τα προβλήματα αυτά μας επιτρέπουν να καταλάβουμε γιατί οι δυσλεκτικοί κουράζονται γρήγορα, απογοητεύονται και έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Εξηγούν, επίσης, γιατί πολλές φορές οι μαθητές αυτοί εκδηλώνουν απότομη και βίαιη συμπεριφορά στο σπίτι ή στο σχολείο, καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στη σχολική αίθουσα, περιθωριοποιούνται στο μάθημα και εντάσσονται στους άτακτους μαθητές.
Η αντιμετώπιση της δυσλεξίας και των κοινωνικο-συναισθηματικών προβλημάτων, που πολλές φορές τη συνοδεύουν, στο πλαίσιο του γενικού σχολείου παραπέμπτει αναπόφευκτα στο ζήτημα της κατάρτησης των εκπαιδευτικών. Η στάση των δασκάλων και οι εκπαιδευτικές παρεμβάσεις σχετικά με τις μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των προβλημάτων των δυσλεκτικών παιδιών και εφήβων ή αντίθετα να συντελέσουν στη διαιώνισή τους. Επομένως το αίτημα για αυτοκριτική και επαναπροσδιορισμό, γίνεται ακόμη επιτακτικότερο σήμερα όπου η άμεση ή έμμεση κριτική για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα αυξημένη.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΤΣΙΑΚΑΛΟΥ ΞΕΝΙΑ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ -ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ