Εδώ και δύο χρόνια, μία άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση χτύπησε την πόρτα μας, βυθίζοντας την Ελλάδα στην ύφεση και βάζοντάς μας σε επώδυνες περιπέτειες. Πολλοί τότε μίλησαν για κρίση που αγγίζει ολόκληρη των Ευρώπη, κι όχι μόνο τη χώρα μας.
Η ελληνική οικονομία, που αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, ήταν αδύναμη, και γι’ αυτό επλήγη πρώτη. Στη συνέχεια ακολούθησαν κι άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, καθώς και η Ιρλανδία, επαληθεύοντας τις εκτιμήσεις εκείνες για κρίση της Ευρωζώνης. Κάποιοι κάνουν λόγο για φαινόμενο μεταδοτικό – ανάμεσά τους και ο Ευρωπαίος Επίτροπος Όλι Ρεν – προκειμένου να ερμηνεύσουν τη συστημική διάσταση της κρίσης. Ο τελευταίος, μάλιστα, αναφέρει ως αίτιο της ελληνικής κρίσης το γεγονός ότι η χώρας μας για αρκετά χρόνια ζούσε πέραν των δυνατοτήτων της.
Σίγουρα αυτό ισχύει. Το ίδιο όμως δεν ισχύει και για τις περισσότερες ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, χώρες; Η παγκόσμια κρίση, εξάλλου, ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Η κρίση στην Ευρωζώνη έχει δύο διαστάσεις: αυτή που πλήττει μεμονωμένες χώρες, ως αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης των δημοσιονομικών και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας, και αυτή που έχει ευρύτερες διαστάσεις. Όταν οι διεθνείς αγορές αμφισβητούν συνεχώς το ευρώ, μιλάμε για ευρύτερη κρίση. Μιλάμε για μια πιθανή διάλυση του ευρώ όχι ως θεωρητικό ενδεχόμενο, όπως ήταν μέχρι το 2009, αλλά ως κάτι που βρίσκεται προ των πυλών. Και το παράδοξο είναι ότι αυτή η γενικότερη αμφισβήτηση λαμβάνει χώρα σε μία συγκυρία όπου η δημοσιονομική κατάσταση της Ευρωζώνης στο σύνολό της εμφανίζεται καλύτερη των άλλων χωρών∙ μια συγκυρία όπου η Ευρωζώνη είναι ανταγωνιστική, διατηρώντας πλεονασματικό εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο, σε αντίθεση με την Μεγάλη Βρετανία και την Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι προφανές, ότι τόσο η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης όσο και η αδυναμία ανάσχεσης της ευρωπαϊκής κρίσης οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής βούλησης και ξεκάθαρης ευρωπαϊκής στρατηγικής εκ μέρους της πολιτικής ελίτ της Ευρώπης. Οι πολιτικές σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας και οι μέχρι σήμερα θεσμικές παρεμβάσεις δεν αρκούν, και γι’ αυτό δεν πείθουν τις διεθνείς αγορές. Ως εκ τούτου, η κρίση βαθαίνει αντί να αμβλύνεται. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης προειδοποιούν ότι η ραγδαία εξέλιξη της κρίσης θέτει υπό αμφισβήτηση τις αξιολογήσεις όλων των χωρών της Ε.Ε., και βλέπουμε τις τελευταίες μέρες, εκτός από την Ιταλία και την Ισπανία, ακόμη και τη Γαλλία να βρίσκεται κάτω από το μικροσκόπιο των οίκων αξιολόγησης, ενώ και η πανίσχυρη Γερμανία είδε για πρώτη φορά μια μικρή αύξηση στα επιτόκια δανεισμού της.
Οι διεθνείς κερδοσκόποι εδώ και δύο χρόνια οργιάζουν κατά της Ευρωζώνης με αδηφάγο διάθεση που κλιμακώνεται συνεχώς τον τελευταίο καιρό. Η έξοδος της Ευρωζώνης από την κρίση απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα από πλευρά Ε.Ε. προκειμένου να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος τόσο για τη δημοσιονομική προσαρμογή των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, όσο και για τις θεσμικές αλλαγές, προκειμένου να επιτευχθεί δημοσιονομική ενοποίηση και πειθαρχία.
Για να γίνει όμως αυτό αποφεύγοντας την αποσταθεροποίηση και τις κοινωνικές εντάσεις, είναι απαραίτητη και μια αλλαγή συμπεριφοράς εκ μέρους των ισχυρών ηγετών της Ευρώπης. Πρέπει να πάψουν να προσβάλλουν την εθνική αξιοπρέπεια των δυσπραγούντων λαών, ακόμη κι εκείνων που εξαιτίας δικών τους σφαλμάτων έχουν βρεθεί σε αυτή τη δεινή κατάσταση, γιατί το μόνο που καταφέρνουν είναι να διευρύνουν τις ανισότητες και να τροφοδοτούν τον εθνικισμό.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει μόνο το δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, και ότι η δημοσιονομική προσαρμογή δεν πρέπει να γίνει μόνο από τις χώρες που έχουν ελλείμματα αλλά και από αυτές που έχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Συνεπώς, το ευρωομόλογο είναι η μόνη διέξοδος από την κρίση χρέους, και η Γερμανία ως η ισχυρότερη χώρα της Ευρωζώνης, πρέπει να «μαλακώσει» την αδιαλλαξία που επιδεικνύει. Ο μόνος δρόμος για τη σύγκλιση στην Ευρωζώνη είναι να πάψει η θεραπεία να έχει τη μορφή τιμωρίας.