Για τις συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, το νέο μισθολόγιο-βαθμολόγιο και την εργασιακή εφεδρεία μίλησε στην Ολομέλεια της Βουλής η Μαρία Θεοχάρη, στο πλαίσιο συζήτησης του πολυνομοσχεδίου.
«Έπρεπε η χώρα να φτάσει στο χείλος του γκρεμού, να βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, να μπει σε ένα σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που επιτάσσεται από τους δανειστές μας, για να προχωρήσουμε εκτός από την δημοσιονομική εξυγίανση των οικονομικών μας, στην υλοποίηση μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών.
Αλλαγές που το πολιτικό σύστημα δεν τόλμησε να κάνει εδώ και δεκαετίες, φοβούμενο το πολιτικό κόστος, διαιωνίζοντας έτσι στρεβλώσεις και παθογένειες που μας οδήγησαν στην σημερινή κρίση. Αλλαγές που γίνονται με το παρόν νομοσχέδιο, εν μέσω μιας πολύ δύσκολης δημοσιονομικής συγκυρίας σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Αλλαγές που και επώδυνες είναι, και επιπτώσεις έχουν για τους εργαζομένους.
Βεβαίως το καλύτερο θα ήταν αυτές οι αλλαγές να είχαν γίνει κάτω από καλύτερες δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες για να αναδειχθεί και η αξία τους και να μην επισκιάζονται από το κυρίαρχο αρνητικό κλίμα της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, οι συνέπειες της οποίας είναι σκληρές για τους πολίτες, καθώς περιορίζονται εισοδήματα και δικαιώματα. Αυτό δεν το παραβλέπει κανείς.
Όμως πρέπει να ειπωθούν και κάποιες αλήθειες. Ποιος διαφωνεί ότι όλα αυτά τα χρόνια δημιουργήσαμε διακομματικά και διαχρονικά ένα διογκωμένο δημόσιο τομέα, αποτέλεσμα της πελατειακής σχέσης που υπήρχε μεταξύ πολίτη και πολιτικού, αναποτελεσματικό και αντιπαραγωγικό. Ένας τομέας όπου κυριαρχούσαν οι μισθολογικές ανισότητες, όπου υπάλληλοι με χαμηλότερα προσόντα είχαν πολύ μεγαλύτερες αποδοχές σε σχέση με άλλους με υψηλότερα προσόντα, μόνο και μόνο επειδή υπηρετούσαν σε προνομιούχο φορέα.
Άρα λοιπόν το αίτημα πολλών δεκαετιών για ίση αμοιβή σε ίσης αξίας εργασία γίνεται πραγματικότητα με το παρόν νομοσχέδιο. Βέβαια σήμερα ο δημόσιος υπάλληλος υφίσταται σημαντικές περικοπές των αποδοχών του, διότι το στρεβλό σύστημα των επιδομάτων που δίνονταν επί χρόνια και σε οριζόντιο επίπεδο και διαφοροποιούσαν τις αποδοχές από υπουργείο σε υπουργείο πρέπει να τελειώνει. Καλό θα ήταν αυτός ο εξορθολογισμός να γινόταν διατηρώντας το υπάρχον βιοτικό επίπεδο των δημοσίων υπαλλήλων, όμως αυτές οι επιλογές γίνονται διότι η αρνητική συγκυρία το επιβάλλει.
Εδώ θα πρέπει να δούμε κάποιες κατηγορίες υπαλλήλων που οι αποδοχές τους μειώνονται κατά πολύ και αναφέρομαι στους εκπαιδευτικούς, ιδιαίτερα τους νεοεισερχόμενους και μέχρι έντεκα χρόνια υπηρεσίας. Θέλουμε τον εκπαιδευτικό μορφωμένο, καταρτισμένο και με διαρκή αξιολόγηση, πρέπει όμως να είναι στοιχειωδώς καλοπληρωμένος, τουλάχιστον όσο το επιτρέπουν τα περιορισμένα δημοσιονομικά μας. Νομίζω ότι ο μισθός των 600 ευρώ είναι προσβλητικός μισθός για έναν εκπαιδευτικό.
Όταν λοιπόν μιλάμε για μείωση των δημοσίων δαπανών σε ποσοστό 83% της κεντρικής κυβέρνησης, μιλάμε για μείωση μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και επιδοτήσεων ασφαλιστικών ταμείων. Μειώσεις που επιφέρουν βίαιη ανατροπή στον οικογενειακό προγραμματισμό των εργαζομένων, με τρομακτικές συνέπειες. Σίγουρα οι περικοπές των μισθών, μαζί με την επιβολή των έκτακτων εισφορών, φέρνει τους εργαζομένους στα όρια της παράκρουσης. Γι’ αυτό, θα πρέπει να εξετάσουμε πώς μπορεί να επιτευχθεί μια ρύθμιση με τις τράπεζες για όσους έχουν στεγαστικά δάνεια και με τις παρούσες συνθήκες αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε για τους πολίτες που ασφυκτιούν οικονομικά, για να μην έχουμε οικογενειακά δράματα.
Σημαντική καινοτομία του νομοσχεδίου είναι η σύνδεση, για πρώτη φορά, του μισθολογίου με το βαθμολόγιο, με το οποίο εμπεδώνεται πλέον ένα σύστημα διαρκούς αξιολόγησης και έννοιες όπως αξιοκρατία, ανάδειξη των ικανότερων και όχι των αρεστών γίνονται πραγματικότητα. Όλοι γνωρίζουμε μέχρι τώρα πώς γινόταν η επιλογή των προϊσταμένων και Δ/ντών στο δημόσιο. Καταθέτω και τη δική μου εμπειρία, καθώς υπηρέτησα τη δημόσια διοίκηση για είκοσι και πλέον χρόνια, και γνωρίζαμε πώς έφευγε το χαρτάκι με τα προτεινόμενα ονόματα από το γραφείο του εκάστοτε Υπουργού στα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Ελπίζω να υπάρχουν οι ασφαλιστικές δικλείδες ώστε το σύστημα για την ανέλιξη των υπαλλήλων στη βαθμολογική ιεραρχία να είναι δίκαιο, αξιοκρατικό, διαφανές και το όργανο που θα κάνει την επιλογή να επιλέγει όντως τους άξιους και ικανούς.
Όσον αφορά στην εργασιακή εφεδρεία, σίγουρα είναι ένα αντιλαϊκό, επώδυνο και οδυνηρό μέτρο, αλλά ποιο μέτρο που λαμβάνεται σε καιρό κρίσης δεν είναι σκληρό και επώδυνο όταν συνοδεύεται από περιοριστικές πολιτικές; Είναι ένα μέτρο μη συμβατό με τις ιδεολογικές μας αρχές. Νομίζω, όμως, ότι πρέπει να εξαιρέσουμε από την εφεδρεία τους εργαζομένους στους οργανισμούς ΜΜΜ. Ήδη έχουν μεταταγεί πολλοί υπάλληλοι, και αν οι εναπομείναντες εργαζόμενοι μπουν σε καθεστώς εφεδρείας, σε πολλούς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα ο ΟΣΕ Θεσσαλίας, υπάρχει κίνδυνος να κλείσουν τα δίκτυα καθώς δεν θα επαρκεί το υπάρχον προσωπικό. Στο ΙΚΑ καταργούνται 5.500 οργανικές θέσεις, με συνέπεια να βγαίνουν στην εφεδρεία αρκετοί γιατροί του ΙΚΑ, ένα πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο για την υγεία και την κοινωνία. Επίσης, με ιδιαίτερη ευαισθησία πρέπει να δούμε και αυτούς που έχουν συνταξιοδοτηθεί κάτω από τα 55 έτη. Ας μην τους κόβουμε τα όνειρα της ζωής τους.
Οι πολίτες, και ιδιαίτερα οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, θα είχαν περισσότερη ανοχή στα σκληρά μέτρα, αν έβλεπαν ότι γίνεται προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής. Μια πραγματική μάστιγα της οικονομίας, που δυστυχώς υπάρχει σοβαρή αδυναμία των μηχανισμών να την πατάξει, με αποτέλεσμα πάλι να σηκώνουν τα βάρη τα συνήθη υποζύγια, με τη μείωση του αφορολογήτου. Να πλήττονται ευαίσθητες κατηγορίες πολιτών, όπως οι τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, οι οποίες υφίστανται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο το φορολογικό βάρος. Το οξύ δημογραφικό πρόγραμμα της χώρας μας δεν πρέπει να το παραβλέψουμε. Πρέπει να επιλέξουμε στοχευμένες πολιτικές στήριξης αυτών των κοινωνικών ομάδων.
Όσον αφορά στις εργασιακές σχέσεις και τις συλλογικές συμβάσεις, είναι ένα θέμα που πρέπει όλοι να σταθούμε με ευαισθησία και υπευθυνότητα. Όλοι γνωρίζουμε τη ζούγκλα που επικρατεί στην αγορά εργασίας, με τους 800 χιλιάδες ανέργους στον ιδιωτικό τομέα. Η εθνική συλλογική σύμβαση, η κατοχύρωση του ελάχιστου εισοδήματος του εργαζομένου, είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα που υπάρχει διαχρονικά στη χώρα μας. Οποιαδήποτε καταστρατήγηση του κατοχυρωμένου αυτού εργασιακού δικαιώματος θα επιφέρει αναστάτωση στην αγορά εργασίας. Πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια διάσωσης θέσεων εργασίας και επιχειρήσεων, ώστε να μην αυξηθεί περισσότερο η ανεργία, που είναι ήδη στα ύψη, με φόβο κοινωνικής έκρηξης. Πρέπει όμως να ληφθούν κι εκείνα τα διαρθρωτικά μέτρα που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Όλα αυτά τα μέτρα που λαμβάνονται είναι σκληρά, δύσκολα, με τρομακτικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Σίγουρα δεν είμαστε σαδιστές, που θέλουμε να ταλαιπωρούμε τους πολίτες. Έχουμε πλήρη συναίσθηση της κατάστασης και δεν παραχωρούμε σε κανέναν το δικαίωμα του περισσότερο ευαίσθητου. Δεν χαϊδεύουμε αυτιά, δεν πλειοδοτούμε στον λαϊκισμό, γιατί θέλουμε η Ελλάδα να έχει μέλλον. Να συνεχίσει την πορεία της εξόδου από την κρίση. Σε αυτήν την διαδρομή γίνονται λάθη, παραλείψεις και καθυστερήσεις, γιατί είναι ένας άνισος αγώνας, συγκρούονται νοοτροπίες και λογικές του παρελθόντος με τις επιταγές του παρόντος και του μέλλοντος. Πρωταρχικό ρόλο, όμως, παίζει η ύπαρξη και το μέλλον της χώρας. Όλους εμάς θα μας κρίνει η ιστορία.»