Η Ελλάδα κατάφερε να εξασφαλίσει την έκτη δόση και να πάρει μια ανάσα στο πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει. Πρέπει όμως να συνεχίσει, εάν θέλει να εξασφαλίσει και τα επόμενα πακέτα στήριξης, τα σωστά μέτρα που θα περιορίσουν τις δαπάνες του κράτους μέσα από ένα κατάλληλο οικονομικό πρόγραμμα.
Η λήψη μέτρων ώστε να μην εξαναγκάζονται οι επιχειρήσεις να φοροδιαφεύγουν αφού η τα μέτρα μείωσης μισθών τους οδηγεί σε αδιέξοδα και απειλεί την ύπαρξη των επιχειρήσεων και η δραστική περιστολή της σπατάλης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αποτελούν μονόδρομο για το οικονομικό επιτελείο προκειμένου να εκτελεστεί με επιτυχία το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης.
Παράλληλα θα πρέπει να πει «όχι» σε νέες περικοπές μισθών και περαιτέρω αύξηση της φορολογίας, αφού είναι απολύτως βέβαιο πως θα επιφέρουν νέο πλήγμα στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας.
Η εύκολη λύση της περικοπής μισθών που εφαρμόσθηκε μέχρι τώρα λειτουργεί αντίθετα από τους στόχους του κράτους. Πρώτον μειώνει την απόδοση των εργαζομένων με αποτέλεσμα το κράτος να είναι λιγότερο παραγωγικό έχοντας έτσι και μικρότερα οικονομικά οφέλη.
Το πιο σημαντικό όμως είναι πως μηδενίζει την καταναλωτική δυνατότητα των πολιτών και αφαιρεί κάθε οικονομική ευκαιρία από την αγορά , που είναι η καρδιά της οικονομίας, να διακινήσει χρήμα κάτι που στερεί και από το ίδιο τη δυνατότητα να έχει έσοδα κυρίως από ΦΠΑ. Από την άλλη εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να είναι ασυνεπείς στις υποχρεώσεις τους με αποτέλεσμα να υπάρχει και νέο πλήγμα στην πραγματική οικονομία.
Αν πάρουμε ως παράδειγμα έναν εργαζόμενο οικογενειάρχη που του αφαίρεσαν χρήματα απ’ το μισθό του πρέπει να ζήσει με 800 ή 1000 Ευρώ το μήνα, τότε θα καταλάβουμε εύκολα πως εάν πληρώσει το ενοίκιο του σπιτιού του ή τη δόση του στεγαστικού τα χρήματα που θα του μείνουν φτάνουν μόνο για να καλύψουν τους υπόλοιπους λογαριασμούς (ρεύματος, νερού κλπ). Άρα δεν υπάρχουν χρήματα για να καταναλωθούν στην αγορά, οπότε δεν υπάρχουν χρήματα για να εισπράξει το κράτος.
Αυτή η έλλειψη χρημάτων επηρεάζει άμεσα τον ιδιωτικό τομέα που παραμένει σε στασιμότητα και αδράνεια επειδή στηρίζεται στην καταναλωτική δυνατότητα των μισθωτών και συνταξιούχων και έτσι έχουμε αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες στην οικονομία μας με την ύφεση να αυξάνει συνεχώς. Το μικρότερο εισόδημα για τον εργαζόμενο σημαίνει λιγότερη κατανάλωση, κλείσιμο επιχειρήσεων, ύφεση, ανεργία, μειωμένα έσοδα για ασφαλιστικά ταμεία, λιγότερα έσοδα και υψηλότερες δαπάνες για το Δημόσιο. Δηλαδή ο φαύλος κύκλος της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης.
Συνεπώς δεν πρέπει να πειραχθούν άλλο οι μισθοί και οι συντάξεις, αλλά θα πρέπει να δοθούν κίνητρα ενίσχυσης της κατανάλωσης για να μπορέσει να ξεφύγει η αγορά από την ύφεση και ανακάμπτοντας να επιτρέψει στο κράτος να εισπράττει από την υγιή λειτουργία της.
*Ο Κώστας Γκαβογιάννης είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Συμμαχία